- κοιλιάζω
- [κοιλιά](αμτβ.) μτφ. κάνω «κοιλιά», σχηματίζω κύρτωμα, καμπυλοειδή προεξοχή, εξογκώνομαι σε κάποιο σημείο τής επιφάνειάς μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλιάζω — κοίλιασα, κοιλιασμένος, κάνω κοιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαροκοιλιάζω — ζαρώνω από καχεξία, καμπουριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + κοιλιάζω (< κοιλιά)] … Dictionary of Greek
κοίλιασμα — το [κοιλιάζω] ο σχηματισμός κοιλώματος σε μια επιφάνεια, κύρτωμα, καμπυλοειδής προεξοχή … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek